Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΙΤΟΧΩΡΙΟΥ

Ομάδα μαθητών του Γυμνασίου Σιτοχωρίου υπό την καθοδήγηση του γυμνασιάρχη κ. Στέργιου Θεοδωρή και της καθηγήτριας Παναγιώτας Σαμπάνη, εκπόνησε εργασία σχετική με τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς του Σιτοχωρίου.
Αξιέπαινη προσπάθεια των μαθητών και των καθηγητών τους, που με τον τρόπο αυτό διέσωσαν τα γλωσσικά διαμάντια των προγόνων μας.

ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Αγγειά σκεύηαρχαίααγγείον<άγγοςδοχεία για μεταφορά υγρών
Αγκλησιάεκκλησίααρχαίαεκ- καλώσυνέλευση των πολιτών στην αρχαία Αθήνα
Αγνιέκιοθηλυκόαρχαίαγυνή, γυναικ-ός, γυναίκ-α ΠΑΡΑΓ.γυναικείο
ΑγούλαΟύλααρχαίαούλον
ΑγράγκαθαΑγκάθια που τρώνε τα γαϊδούριααρχαίαγάδος+ ακάνθιονγαιδουραγκαθο
Αγριντιά πατόξυλο,ταβανόξυλοαρχαίαάγριος+αντίονσκληρό ξύλο
Αγωγιάτςκαροτσιέρηςαρχαίαάγω,αορ. ήγαγονοδηγώ
Αδράχτρόκααρχαίαάτρακτος> ατράκτ-ιονρόκα
ΑλαμπρατσέταΑγκαζέιταλικήa la brazzoπιασμένοι από το μπράτσο
Αλάσιντικαμάν
Αλαφρύςτρελλόςαρχαίαελαφρόςαλαφράδα, αμυαλιά
Αλέτιραλέτριαρχαίαάροτρον> αρότριον
ΑληπανάβατοςΠαράξενοςαρχαίαάλλος+πας+ βαίνω
Αλιέσταάνω-κάτω,ατάκτως ερημέναιταλικήalla testaεπί ποδός,σε ετοιμότητα
Αλόνμεγάλος ανοικτός χώροςαρχαίαάλως>αλών-ιονκυκλικός ισόπεδος χώρος κατάλληλος για αλώνισμα
Αλόρτουςόρθιοςιταλική+αρχαίαalla+ορθόςόπως ο όρθιος
ΑλφτίραΚουτί με γράσο για τα όπλααρχαίααλείφω,αλείβωπερνώ κάτι με λίπος
Άμαργουςαργόςαρχαίαα+μαργάωμουδιάζω
Αμπάραποθήκη σιταριούτούρκικηambarαποθήκη
ΑμπντάλκαΣιγάτούρκικηaptalελαφρόμυαλος
Αμπράηςξανθόςαραβικήambarκεχριμπάρι
Αμπρώμταμπρούμυτα,προς τα μπρόςαρχαίαπρο+μύτημε το πρόσωπο στο έδαφος
Αν(d)τίτο ξύλο του αργαλειού όπου τυλίσσεται το υφασμένο πανίαρχαίααντίον
Ανιμώκνακρεμαστή κούνια που χρησιμοποιούνταν στο χωράφιαρχαία+ιταλικήανα+machinaμηχανή που αναπηδα
Αντάραομίχληαρχαίαανα-ταράζωαναταραχή, ομίχλη
Αντέτέθιμοτούρκικηadetαντέτι
Αντζιάκειδικός
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Αντριάδελφκουνιάδααρχαίαανήρ+α+ δελφός=μήτρααδελφή του άνδρα
Αντρίκιοαρσενικόαρχαίαανήρ, ανδρόςΠΑΡΑΓ.ανδρικό
Ανώϊσαλόνι στον 1ο όροφο χωρίς πόρτεςαρχαίαάνω<άναεπάνω όροφος σπιτιού
Απανσίςαπρόοπτα, απροειδοποίητα
Αποπαίρνωμαλώνωαρχαίααπό-παίρνωεπιπλήττω
Απόπατοςτουαλέτααρχαίααπό-πατέω-ώαφοδεύω
Αραδίζωπερπατώενετικήaradaαράδα,γραμμή
Αραμπάςκάροτούρκικηarabaαμάξι τετράκυκλο συρόμενο από βόδια
Αργάζωθυμώνω από ζήλειααρχαίαοργάζωμαλακώνω, κατεργάζομαι δέρματα, θα σε δείρω άσχημα
Αργαλείοπαλιό εργαλείοαρχαίααργαλείον <εργαλείονυφαντικός ιστός
Αργιάναραιό διάλυμα γιαουρτιούτούρκικηayranαϊράνι = οξύγαλα με νερό αραιωμένο
Αρκλάψηλό σεντούκιλατινικήarculaντουλάπι,τάφος
Αρμινούδιαχαμομήλιατούρκικηormanπυκνό δάσος
Αρνίθακότααρχαίαόρνιςόρνιθα
Αστοχώξεχνώαρχαίαα+ στοχάζομαιάλόγιστος, απρόσεκτος
Αστροιχιάπροεξοχή από τα κεραμύδιασλάβικηstrehaυδρορροή στέγης
Ατσάκστουςατσάκιστος, μονοκόματοςτούρκικηα-ΣΤΕΡ+ cakicaki = σουγιάς, ΠΑΡΑΓ.τσακίζω
Αυτζήςκυνηγόςτούρκικηavciαβ(ι)τζής= κυνηγός
Αφέντηκουνιάδος,άντραςαρχαίααυθέντη < αυτό-έντηςαφεντικό
Αφκριέμαιακούω κρυφάαρχαίαεπ-ακροώμαιαφουγκράζομαι, αφηγκράζομαι
Αχαμνόςόχι καλόςαρχαίαα-στερ+ χαύνοςαδύνατος, άσχημα
Αχαμνάη περιοχή των γεννητικών οργάνωναρχαίαα-στερ+ χαύνοςαδύνατος, ευαίσθητος
Αχέλχέλιαρχαίαέγγελυς> εγχέλειονχωρίς λέπια, χέλι
Αχιλώναχελώνααρχαίαχελώνη
Αχούρστάβλοςαρχαίαάχυρονμικρά τεμάχια καλαμιάς. ΠΑΡΑΓ.αχούρι.
Αχριάνυβριστής, αθυρόστομοςαρχαίαα+ χρείαάχρηστος, ανήθικος, ελεεινός
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Αχυρώναςστάβλοςαρχαίαάχυρονμικρά τεμάχια καλαμιάς.ΠΑΡΑΓ.αχυρώνας = αποθήκη αχύρων
Β
ΒαβάΓιαγιάσλάβικοbabaγριά
Βαϊόνκάδος μεγάλος (λέγεται κοροϊδευτικά για του χοντρούς)σλάβικο ή ιταλικήvagan ή vagoneβαρέλι ή βαγόνι
ΒαλαντώνωΚλαίωιταλικήmalatoπικραίνομαι
ΒαλέραΞύλινο βαρέλιιταλικήbarellaμεγάλο βαρέλι
Βάσκαμαμάτιασμααρχαίαβάσκανοςπρόξενος κακού
ΒασταγαριάΞύλοαρχαίαβαστάζω+αρίακρατώ+ πουρνάρι
ΒάτσναΒατόμουρααρχαίαβάτοςβατσινιά
Βέσταγιλέκο αμάνικο με τσέπεςγαλλικήvesteρούχο,κοντό σακάκι
Βετρέκουβάς
Βίγλασκοπιά, δάσοςλατινικήviglaφυλάκιο,σκοπιά
Βίλκαδοκράνι\
Βνιάκοπριάαρχαίαβοός,βούς=βόδιβουζιά= κοπριά βοδιού
Βούζακοιλιάσλάβικηbuzaμάγουλο
ΒούρδουλαςΤο ξύλοαρχαίαβουδόρος,βούς+ δέρωμαστίγιο
Βουρλίδαπλεξούδααρχαίαβρύλλονφυτό βρούλο,τα ευλύγιστα κλαδιά του οποίου χρησιμεύουν στην κατασκευή σχοινιών. Βουρλιά = αρμαθιά ξερών σύκων ή άλλων ειδών περασμένων σε σκοινί από βούρλο
Βουρόςβοσκή και κατάλυμα ζώωναρχαίαβοός,βούς=βόδι
Βραχίαμπουφάναρχαίαβραχύς,-εία,ύμικρός στο μάκρος
Βραχιολούδβραχιόλιλατινική bracchialeπεριβραχιόνιο, χειροπέδες
Γ
Γαδούρατο θηλυκό του γαϊδάρουαρχαία, ή αραβική , ή ενετική γάδος=όνος ή gadur=ανθεκτικός ή πιθανότερο cargatore=γομάριγαϊδούρα
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Γαλέτσιατσόκαραιταλικήγαλέ(ν)τζα
ΓαστρέλοΤαψίαρχαίαγαστήργάστρα = πήλινο δοχείο
ΓάστροΦούρνοςαρχαίαγαστήρ
Γεράνιασκούρα ρούχααρχαίαγέρανοςσταχτόχρωμο αποδημητικό πουλί
Γιαβάς-γιαβάςΣιγά-σιγάτούρκικηyavas-yavas
ΓιαβρούμΛατρεία μουτούρκικηyavrumμωρό μου
Γιαβρούμμικρό πουλάκιτούρκικηyavruνεογνό ζώου
Γιαζίκκρίμα (επιφώνημα απελπισίας)
Γιαμάκκύπελο με χερούλι
Γιαμπάςεργαλείο
Γιάμπουλβελέντζα
Γιαρντίμβοήθειατούρκικηyardim
Γιασιάμπράβο
Γιασφέττσιμπούσι
Γιέταψηλή ζώνη με την οποία έδεναν τα πόδια τους οι φαντάροιενετικήghetaπερικνήμιο
Γιμινίτσεμπέρι,κασκόλτούρκικηyemeniπολύχρωμο κεφαλοπάνιι
Γιντζέςτριφύλλιτούρκικηgonca, gonceμπουμπούκι,το μάτι στο κλαδί
Γιόσμουςδυόσμοςαρχαίαηδύοσμος
Γιουμάτουγεμάτοαρχαίαγέμωγιομάτος
Γιουργάνπάπλωματούρκικηyordanπεριδέριο
ΓιουρούσΈφοδοςτούρκικηyuruyusβάδισμα-πορεία
Γιουφτοφάσλουψιλά φασόλιαγύφτος+φασόλια
Γκαβάδτυφλόςρουμάνικηgavuγκαβός
Γκάζπετρέλαιογαλλικήgazφωταέριο
Γκάϊνταμουσικό όργανοτούρκικηgaydaπνευστό μουσικό όργανο
Γκαργκαθάςγαιδουράγκαθο
Γκαστριάεγκυμοσύνηαρχαίαεγκάρσιος< εν γαστρίεγκυμοσύνη
Γκδούνκουδούνιαρχαίακώδωνκουδούνι
Γκέμιαχαλινάριατούρκικηgemηνία
Γκιζιράωγυρίζωτούρκικηgezintiγκεζερίζω= περίπατος
Γκιόλαλιμνασμένο νερό (λιμνούλα)
Γκιούμδοχείο που έβαζαν γάλα(κανάτα)τούρκικηguumγκιούμι=μεταλλική κανάτα
Γκιουμούδμικρή κανάτατούρκικηguumγκιούμι=μεταλλική κανάτα
Γκισέςγωνίαγαλλικήguichetθυρίδα ταμείου
Γκλαβανίπόρτα μπροστά από τη σκάλα ή που οδηγεί στη στέγησλάβικηklavanie κρύπτη , καταπακτή
Γκουγγάωσκούζω, πονάω πολύαρχαίαγογγύζωαναστενάζω
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Γκντίναεμπόδιο στη ροή του νερού που δημιουργεί μικρό φράγμα
ΓκουλιάρΜικρό παιδί
Γκουλιγκότσπαίρνω κάποιον στη πλάτη μου
ΓκουπέΑσημένιο ζωνάρι
Γκουτζιούχαμπουφάν
Γκυτίνασβέρκοςγαλλικήguillotineλαιμητόμος
ΓούλαΛαιμόςλατινικήgula
Γουμάργαϊδούριαρχαίαγόμος>γομ-άριονόνος
Γούρνατσιμεντένια αποθήκη νερούαρχαίαγρώνηπέτρινη λεκάνη για το πότισμα των ζώων
Γραφείοκοινότητααρχαίαγράφωο προϊστάμενος μιας υπηρεσίας και η ίδια η υπηρεσία
Γριμπάτσμαστίγιοαρχαίαγρίποςαλιευτικό δίχτυ
Γρόσιαλεφτάιταλικήgrossoτουρκικό & αιγυπτιακό νόμισμα
Δ
Δαχλιδδαχτυλίδιαρχαίαδάκτυλος
Δέονταχαιρετίσματααρχαίαδειδέοντα= αυτά που πρέπει
Διάζωεργασία αργαλειού (απλώνω το στημόνι)αρχαίαδια+ άττομαι,ήτριονδιαμορφώνω το στημόνι σε τεντωμένες παράλληλες κλωστές
Διαρμίζωτακτοποιώαρχαίαδι-αρμός< αραρίσκωσυναρμολογώ
Δικανίκμπαστούνι,ξύλολατινικήdecanus< decemm
Δικέλκασμάς με δύο διχάλεςαρχαίαδις+κέλλω= ωθώσκαπτικό εργαλείο με δύο μύτες
Διρμόνειδικό κόσκινοαρχαίαδέρμα>δερμόνικόσκινο από δέρμα
Διρπάνδρεπάνιαρχαίαδρέπω
Δισάκσακούλα για ψώνιααρχαίαδις+σάκκοςταγάρι
ΔόλιαΔυστυχησμένηαρχαίαδόλος
Δουκθώθυμηθώ
Δουκιούμθυμάμαιαρχαίαεν-θυμέομαι,ούμαιθυμούμαι
Δουκράνπιρούνι που φορτώνουν την κοπριάαρχαίαδίκρανος= δικέφαλοςγεωργικό εργαλείομε δύο αιχμές
Δουράκνουροδάκινολατινικήduracinum> μεταγ.δωράκινον
Ε
Έκασταμάτααρχαίαίστημι,έστηκα, εστήκωστέκω, στέκα
Ζ
Ζάζώααρχαίαζώον< ζάωεξελικτική μορφή: ζο πληθ.ζα
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
ΖαγάρΚυνηγόσκυλοτούρκικηzagarαραβικό sakar
Ζαχαρουτάκουφέτααρχαίασάκχαρ,-αρος και σάκχαριζάχαρι
Ζέβλασιδερένιος μικρός πάσαλος στην βοϊδάμαξα
Ζιαβιτκόπροσήνεμο,ζεστό
Ζιβζέκςανάποδος,ζαβολιάρηςτούρκικηzevzekζεβζέκης
Ζιλέςμπλούζαγαλλικήgiletκοντό ένδυμα χωρίς μανίκια
Ζνάρφαρδιά μάλινη ζώνηαρχαίαζώννυμι & ζωννύωζωνάρι
Ζνύχσβέρκος,λαιμός
Ζουπανίκξύλοσλάβικηzupanτσομπάνος
Ζουρζουβούλςανάποδος,άτακτοςενετικήzurlonζουρλός= υπερβολικά ζωηρος
Ζούρσικάτσε με το ζόριτούρκικηzorβία, καταναγκασμός
Ζυμουτκόψωμιά ζυμωμένα που καλύπτουν τις ανάγκες μιάς εβδομάδαςαρχαίαζύμη<ζέωζυμάρι
ΖώστραΤο λουρί που δένει το σαμάριαρχαίαζώννυμι,ζωννύωζώνη
Θ
Θειόκαςθείοςαρχαίαθεός>θείος
Θημουνιάσωρός από δεμάτια σιτηρώναρχαίατι-θη-μι
Θκόμ,θκος,θκοτδικός μου,σου ,τουαρχαίαιδικός
Θλίκθηλύκιαρχαίαθηλήθηλίά, κουμπότρυπα
Θύραπόρτααρχαίαθύρα
Ι
Ιβλιάτςάτακτο παιδί
Ιλιάτσιαγιατροσόφια
Ίνγκλαδερμάτινη λουρίδα που κρατάει το σαμάρι στη ράχη του γαϊδαριούκουτσοβλάχικη< λατινικήcingula και cingulumζώνη,ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι στα υποζύγια
Ισνάφομάδα ατόμων με κοινό επάγγελματούρκικηesnafσυντεχνία , κοινωνική τάξη
Ιχτέςχτέςαρχαίαχθές
Ιψέςχτές βράδυ
Κ
Κάδοςξύλινο δοχείο υγρώναρχαίακάδοςξύλινο δοχείο σε σχήμα κολούρου κώνου
Καζάνλέβηταςτούρκικηkazan
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Καθίκδοχείο νυκτόςαρχαίααπό το καθίζω ή κάθημαι
Κακαβούλ
Κακιώνωθυμώνωαρχαίακακός
Καλίναρόδι
Καλντιρίμδρόμος φτιαγμένος από πέτρατούρκικηkaldirim
Καλομαντατάςκομιστής καλων νέωναρχαία+ λατινικήκαλός+ mandatumκαλός+ μαντατάς
Καλούδαμκαλή μουαρχαίακαλός
Καλωσκάμτεικαλώς ήρθααρχαίακαλός + κάμπτω
διάλογος χαιρετισμού."καλωσκάμτει" λέει ο ερχόμενος "καλωσορίστει" ο υποδεχόμενος
Καλωσορίστεικαλώς ήρθεςαρχαίακαλός + ορίζω
Καμπάθκουμεγάλοτούρκικηkabaχοντροφτιαγμένος, για υφάσματα
Καμπαρτίζουπερηφανεύομαι , κοκορεύομαι,απειλώτούρκικηkabardimφουσκώνω
Κανίσμεγάλο ταψίαρχαίακάνεονταψί γεμάτο φαγώσιμα που πήγαιναν στη νύφη
Καντίζωσυμφωνώ
Κάντρουκορνίζαιταλικήguandro
Καούνπεπόνιτούρκικηkavun
Καπρίτςπείσμαιταλικήκαπρίτσιο, ιδιοτροπία
ΚαρβέλιΨωμίιταλικήcaravellaσλαβ.karvali
Καρδάρμικρό καζάνιαρχαίακαδάρι-ον < κάδοςξύλινος κάδος στον οποίο αρμέγουν το γάλα
Καρδίτσιακάψες βαμβακιούαρχαίακαρδία
Καριόλακρεββάτιγαλλική ή τούρκικηcarriole ή karyola
ΚαριοφύλΠιστόλιιταλικήcarlo e figlioεπωνυμία βενετσιάνικου εργοστ.όπλων.
Κάρνακάρβουνατούρκικηkara+
Καρνταρόμπαντουλάπαιταλικήguardaroba< guardare =φυλάγω + roba =φουστάνι
Καρντάςαδερφός,αδερφήτούρκικηkardas,kardes
Καρουφύλγαρίφαλοβενετική < λατινική< ελληνικήgarofolo< garofullum < καρυόφυλλονl
Καρσίαπέναντι,αντίκρυτούρκικηkarsi
Κασέλασεντούκιιταλική ή βενετικήcassela
Κασιάραπυτιρίδα στα μωρά βαρειάς μορφήςαρχαίακασσίς<κάσσις
ΚασκέτοΚαπέλοιταλικήcashettoστρατιωτικό καπέλο
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Κατέφλιοςπλατύσκαλοαρχαίακάτω + φλιάτο κάτω μέρος της πόρτας
Κατίκστραγγιστό γιάουρτι
Κατιχνιάομίχλη που δημιουργείται μεσα σε βαθουλώματα από τον ήλιοαρχαίακατά + άχνηαντάρα
Κατουθιώαπό κάτω ακριβώςαρχαίακατά-θέτωθέτω κάτω
ΚατσαμέριαΣκουλαρίκια με ασημένια αλυσίδααρχαία;κάτσα= πιθ.άκανθα+ μέροςσκληρό+ κομμάτι
Κάτσιανουςξύλινη βεργα που χτυπούσαν τα βόδια=βουκέντρα
Κατσαρόλποτήρι,κύπελοενετικήcazzerolaμεταλλικό σκεύος με λαβές
Κατσιαμάκανατατωμένη τροφήτούρκικηkacamakυπεκφυγή, τερτίπι
Κατσιαπλάδεςαντάρτες
Κατσίρτσαξαφνιάστηκα
Κατσίτσικαθήστεαρχαίακαθίζωβάζω κάποιον να καθήσει
Κατώιυπόγειοαρχαίακατώγαιονδωμάτιο ή διαμέρισμα κάτω από το ισόγειο
Καφιλίκμπρίκι καφέ
Καφτάνφαρδύ φουστάνιτούρκικηποδήρης μανδύας των Τούρκων με μακριά μανίκια
Κβάςκουβάςτούρκικηkovaμεταλλικό δοχείο μεταφοράς νερού
Κέμκοςμεγάλος (χρησιμοποιείται όταν αμφισβητείται η αξία κάποιου
Κενώνωετοιμάζω (στρώνω) τραπέζιαρχαίακενόω,-ώαδειάζω
ΚζάνΠαιδί
Κιλίμιαχαλάκιατούρκικηkilimείδος χαλιού
Κιλόταπαντελόνιγαλλικήculotteστρατιωτικό παντελόνι
Κίνσαμικινήσαμε,ξεκινήσαμεαρχαίακινέω-ώμετακινώ
Κιόρςστραβός,τυφλός
ΚιοτήςΔειλόςτούρκικηkotu
Κλάκαμαντήλα άσπρη για το χωράφισλάβικηglavaκεφάλι
Κλακούδτσιμπέρισλάβικηglavaκεφάλι
Κλικούδκουλούρι
Κλουκουτάωανακατεύω ή και μεταφ.καθυστερώ
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Κλούτσασύρμα σκληρό γυρισμένο ώστε να μποεεί να κρεμαστεί από αυτό κάτιβουλγάρικηklitsειδικό ραβδί των βοσκών για να πιάνουν τα πρόβατα από το πόδι
Κλούφμαξιλαροθήκηαρχαίακαλύπτωκιλίφι,κλίφι
Κμάσστάβλος γουρουνιώναρχαίακουμάσιονστάβλος, χοιροστάσιο
Κνάπχοντρή κλωστή για τη δεματοποίηση του καπνούι
ΚουντύλΜολύβιαρχαίακονδύλιον< κόνδυλοςκαλάμι γραφής
Κόπανουςξύλο που μ'αυτό χτυπούσαν τα ρούχα για να καθαρίσουναρχαίακόπανον,τοξύλινο όργανο με το οποίο χτυπάμε κάτι
ΚοπανώΧτυπάωαρχαίακόπανονκοπανάω
Κουίυπόγεια αποθήκη
Κούκοςσκουφίαρχαίακόκκυξ,-υγοςτο γνωστό αναρριχητικό πουλί,μεταφ. κάλλυμα της κεφαλής, τραγιάσκα
Κουλιόμπαροςγυμνόςτούρκικηkulamparaενεργητικός ομοφυλόφιλος
Κουλόχέρι κομμένοαρχαίακυλλόςανάπηρος από το ένα ή και τα δύο χέρια
Κουλόβιοπουλόβεραρχαίακολόβιονμεσοφούστανο, πουκάμισο, είδος πλεκτού γιλέκου
Κουλούραστρογγυλό πλαστό ψωμίαρχαίακολλύραψωμί σε σχήμα δακτυλίου
Κουμούλατο επιπλέον πάνω από γεμάτο καλάθι ή δοχείολατινικήcumulusτο ξέχειλο
Κουμπάκακαρπός καλαμποκιού
Κουνάκσπίτιτούρκικηkonakκατοικία
Κουντουράς(εργαλείο) αλέτριαρχαίακοντός+ ουράμε κοντή ουρά, κολοβός
Κουντούριαπαπούτσιατούρκικηkunduraπαπούτσι
ΚουντουτσιούραπουΚοντή κάλτσααρχαία+τούρκικηκοντός+corap
ΚούπαΠιάτο από χαλκόλατινικήcupaκύπελο
Κουπάνασκάφηλατινικήkupaποτήρι και το περιεχόμενο του
ΚουπρίτςτεμπέληςαρχαίακόπροςΠΑΡΑΓ. Κοπρίτης = άνθρωπος ικανός μόνο να κοπρίζει
Κουράσκορίτσιαρχαίακόρη
Κουρδουκλώκατρακυλώ,πέφτωαρχαίαχορδή +κυλίω ή κατά-κυλίω> κατακυλώκατρακυλώ
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Κούρκαγαλοπούλασλάβικηkurkaινδιάνος
Κουρκουλούκάσχημα ντυμένοςσλάβικη + τούρκικηkurka + oluk
Κουρμένοςκαημένος,αναξιοπαθής
Κουρμπέτξενιτιάτούρκικηgurget-kurbet
Κουρντίναδοχείο με ρακί που έχει τη θέση προσκλητηρίου
Κουσεύωτρέχω
Κουσίτροχάδην
Κουσούρελάττωματούρκικηkusur
Κούτελομέτωποαρχαίακότυλονδοχείο
Κουτέτςκοτέτσισλάβικηcotetsορνιθώνας
Κούτκαςσβέρκοςαρχαίακοτίςκούτικας= ινιακό οστούν
ΚούτλουςΜεγάλο γουδί κυρίως για σιτάρι και σουσάμιαρχαίακότυλονδοχείο
Κουτόςβλαμένοαρχαίακοττό-μυαλοςαυτός που έχει μυαλό πετεινού
Κουτσιάμπασηςπρόεδροςτούρκικηkoca-basiπροεστός
Κουτσιούπαξύλινη πυρωστιά
Κούτσουροχοντρό ξύλοαρχαίακόψ-ουρονκορμός δέντρου, χοντρό απελέκητο ξύλο
Κούφιοάδειο,κενόαρχαίακούφος,η,ο(ν)κενός περιεχομένου
ΚόφαΠαγούρι με κρασίβενετικήcofaμεγάλο κοφίνι
ΚρακόφΠέτρααρχαία;κροκάλη, κρόκαλοστρογγυλωμένο λιθάρι
ΚρατνάςΚεφαλάςαρχαίακρανίον
Κράναμικρό δοχείο για καφέ ή ζάχαρι
ΚρατούναΚουτάλα από νεροκολοκύθα με την οποίο έβγαζαν νερό από το καζάνιαρχαίακρανίον
Κρεββάτιαλιάστρες για τα καπνάαρχαίακράβ(β)ατοςξύλινη κατασκευή υπερυψωμένη σε αγροικίες
Κρένωμιλώαρχαίακρίνω
Κρούωχτυπώ,δέρνωαρχαίακρούω
Κρύγιοκρύοαρχαίακρύος,τοψύχος
ΚωστέκΑσημένιες αλυσίδεςαρχαίακοττίςκεφάλι ,πλεξίδα
Λ
Λαγάναψωμί νηστίσιμοαρχαίαλάγανονψωμί σε μορφή πίτας
ΛαΐναΠύλινο κανάτι για νερόαρχαίαλάγηνοςλαγήνι,λαήνι
Λακούδρυάκιαρχαίαλάκκοςλακκούβα
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Λάλαςθείοςνηπιακή λέξη όπως τα βαβά , μαμά, νανά
Λαμνίζεταικαπνίζεται
Λαμπουγυάλγυαλί της γκαζόλαμπαςαρχαίαλαμπάς+ύαλος
Λάτρατο μέρος που τοποθετούνται τα σκεύη της κουζίναςαρχαίαλάτρις,ιοςΠΑΡΑΓ. Λατρεύω. από το λατρεύω :λάτρα= όλη η δουλειά του νοικοκυριού
ΛιμούδαςΑδύνατοςαρχαία;λέπωλεπτός
Λιάνσεικόψε κομμάτιααρχαίαλείος,α,οΠΑΡΑΓ.λειανίζω=μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια
Λιβέντρουςγυμνόςλατινικήlibertusελεύθερος
Λιγκέρακοπάνατούρκικηlegenλεκάνη
Λιγκέρ, λιγκέραΠιάτοαρχαία;λάγυνος, λάγηνοςστάμνα,λαγένι
Λιθάρπέτρααρχαίαλίθος,οπαραγ.λιθάρι
Λίμπαδοχείο για γλυκό κουταλιούαγγλικήlimbaξύλο εξαιρετικής ποιότητας
Λιοπύρκαύσωναςαρχαίαήλιος+πυρ
ΛισγάρΦτιάριαρχαίαλίσγοςλισγαριον
Λιχνιτίραγροτικό εργαλείο για το λίχνισμα του άχυρουαρχαίαλικμάωλιχνίζω
Λόγκακύκλοςσλάβικηlongaδάσος
Λουγυρίζωτριγυρίζωαρχαίατρις + γύρωπαραγ. τριγυρίζω
Λουρίζωστήραςαρχαίαλώρον> λωρίονζώνη,ιμάντας
ΛωλόςΠαλαβόςαρχαίαολωλώς,όλλυμιανόητος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου