Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΙΤΟΧΩΡΙΟΥ 2ο

Μ
Μαγκανίζωαισχροκερδώ,κλέβωαρχαίαμαγγανώνωμαγγώνω
Μάγκανοςβαρούλκοαρχαίαμάγγανον
Μαγκούραμπαστούνιαρχαίαμακκούραχοντρό παβδί γυριστό στην άκρη
Μακιδονήσμαϊντανόςαρχαίαμακεδονήσιον< λατιν. macedonence
Μακρινάριαμεγάλο μαξιλάριαρχαίαμακρός,ά, όνΠαραγ.μακρινάρι , το,οτιδήποτε πολύ μακρύ
Μαλίναφανέλααρχαίαμαλλόςμαλλί,το = έριο
Μανάκα λέγεται κοροϊδευτικά για κοπέλα που οι πράξεις της δεν συμφωνούν με την ηλικία τηςαρχαίαμάμμη >μεταγ. Μάννα μητέρα.ΜΕΓΕΘ. μαν(ν)άρα, μαν(ν)άκα
Μανιάγριάαρχαίαμάμμη
Μάνι-μάνιστα γρήγοραιταλικήdi mano in mano
Μαντάλιατούβλα
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Μάνταλουςξύλο με το οποίο κλείδωναν τις εξώπορτες από μέσα αρχαίαμάνδαλοςσύρτης
Μαντάτοκακή είδησηλατινικήmandatumαγγελία,είδηση
Μάξους και μαξούςεπίτηδες
Μασάλιαιστορίες, παραμύθια, νέατούρκικηmasalμασάλι -= παραμύθι
Μασιάτσιμπίδατούρκικηmasaπυράγρα
ΜασούριαΧρήματατούρκικηmasuraκουβαρίστρα
ΜαστραπάςΠοτήριτούρκικηmastrapaδοχείο με μικρή λαβή
Ματάνγιαούρτι αραιωμένο με νερό
Ματζαφλάραντικείμενο
Μαχαλάςγειτονιάτούρκικηmahaleσυνοικία
Μάχναφόρα
Μιγκτάνφανερότούρκικηmeydanμεϊντάνι = αλώνι,ανοικτός χώρος
Μιλιαζίμςαδύνατος
Μιναρέςψηλό σπίτιτούρκικηminareπύργος μουσουλμάνικου τεμένους
Μιντέρκαναπέςτούρκικηminderχαμηλό κρεβάτι
Μίρακομμάτι κρέαςαρχαίαμοίρακομμάτι,τεμάχιο
ΜισάλΤραπεζομάντιλολατινικήmensaliummensa=τραπέζι
Μισάλιαπετσέτες στενόμακρες για το σκέπασμα του άψητου ψωμιούλατινικήmensalium< mensalis < mensaπετσέτα φαγητού
Μισαντρέςχωνευτές ντουλάπεςτούρκικηmusandiraντουλάπα για στρώμα
Μισίρκαλαμπόκιτούρκικηmisir
Μισοχώρτο κέντρο ,η πλατεία του χωριούαρχαίαμέσος + χώρα
Μιτζίκιαμπουρντούρες σε προικιά
Μόλιαβουςήσυχος,πράος
Μουκαέτςπου πιάνουν τα χέρια του, πρόθυμος για οποιαδήποτε δουλειά
Μουκαϊτιάεκανα δουλειά με κάποια ευκαιρία
Μούλουνεισώπααρχαίαμαλαίνωμουλώνω, αόρ.εμούλωξα = λουφάζω, ζαρώνω
Μουρντάρςβρώμικοςτούρκικηmurdarακάθαρτος
Μουσαφέσκουόχι γνήσιοαρχαία +ενετικήημισυ+fazzaμισό πρόσωπο ή λειψό πρόσωπο
Μουσαφίρςεπισκέπτηςτούρκικηmusafir
Μουσιανούδμικρό άλογοιταλικήmusoμουσούδα
ΜουσμούλςΣιγανός
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Μούτλατο διάκενο ανάμεσα στη στέγη και τον τοίχο
Μούτσιανουμικρόγενουάτικηmuson< βενετ. muzonaμουσούδι
ΜούτσκαΦάτσαενετικηmusonaμουτσούνα
ΜουχαμπέτΚουβέντατούρκικηmuhabbetφιλική κουβεντούλα
Μπαϊάπολύ,αρκετό
Μπαϊλτσαμπούχτησατούρκικηbayildimμπαιλντίζω =μπουχτίζω, απελπίζομαι
Μπαϊρβουνό,δάσοςτούρκικηbayirπλαγιά βουνού
ΜπαιράκΣημαίατούρκικηbayrak
Μπακίριαχάλκινα σκεύη μαγειρικήςτούρκικηbakirχαλκινα μαγειρικά σκεύη
Μπάκναδοχείο
Μπακράτσμεγάλη μπακιρένια κατσαρόλα με χερούλιτούρκικηbakracμικρό χάλκινο δοχείο
Μπαλτάςτσεκούριτούρκικηbalta
Μπαμπαλιάρςξεμαλιασμένος
Μπαμπάςπατέραςτούρκικηbaba
Μπάμπουμαμή,μαίατούρκικηbabaμπάμπω
Μπάμπουγιαγιάτούρκικηbabaμπάμπω
ΜπάμπωΓιαγιάσλάβικηbabo
Μπαντάκουσα βούλιαξα στις λάσπεςτούρκικηbatakμπατάκι = βούρκος. ΠΑΡΑΓ. μπατακώνω= βουλιάζω
Μπαξίςδώρο,χάρισματούρκικηbahsisφιλοδώρημα
Μπάραλακούβα με στάσιμο νερόσλάβικηbaraτέλμα,έλος
Μπουρμάςεξάρτημα της γκαζόλαμπας που φέρει το φυτίλιτούρκικηburmaάνθρωπος κοντόχοντρος, κοντοστούπης
ΜπαρμπαλιάρςΑυτός που έχει απεριποίητα μαλλιάιταλικήbarbiereκουρέας
Μπαρμπαρίζωμαλώνω,καυγαδίζω, κουτσουμπολεύωιταλικήbarbiereκουρέας. ΠΑΡΑΓ. Μπαρμπέρικος, μπαρμπερίζω
Μπάρμπαςθείοςιταλικήbarbaθείος από πατέρα
Μπαρμπέρςκουρέας ιταλικήbarbiereκουρέας.
Μπαρούδαλακούβα με νερόπαρά +
Μπασιάρτσαπέτυχα διάναιταλικήpassareπασάρω =στέλνω με το χέρι στο στόχο , πετυχαίνω το στόχο
Μπασκίφυτευτήρι καπνού
Μπατάλμεγάλο κουδούνι
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Μπατάλκοανώμαλο πράγμα,διαφορετικό από το αναφερόμενο στο σχήματούρκικηbattalμπατάλης= χοντροκομμένο πράγμα
Μπατσέβωπερπατάω μέσα σε νερό
Μπγάδπηγάδιαρχαίαπηγή >πηγ-άδιον
ΜπεκρήςΜεθυσμένοςτούρκικηbekri
Μπέλκιμίσως
Μπερικιάταφθονία,αρκετότούρκικηbereketπλούτος
Μπήκαςαρσενικό μοσχάρι
Μπηνάςσκεπήτούρκικηbinisεπιβίβαση
Μπιζέρτσαβαρέθηκατούρκικηbezmekκουράστηκα,βαρέθηκα
Μπικιάρςεργένης,μόνοςτούρκικηbekarάγαμος
Μπιλιτζίκια & μπιλιτζιούκιαβραχιόλιατούρκικηbilezikμπιλετζίκι = κρίκος, βαραχιόλι
Μπιμπλιάσταγάλια μαλακάτούρκικηbir-biri, birebirστη σειρά ένα προς ένα
Μπιρντέδεςκουρτίνεςτούρκικηperdeπαραπέτασμα πόρτας και παραθύρου
Μπίρταχμια δόση γλυκότούρκικηperdahγυάλισμα
Μπισκιρντάωκαταβρέχω
Μπιτόνδοχείογαλλικήbidonδοχείο νερού , λαδιού, βενζίνης
Μπιτσάκσακάκι
Μπίτσιτελείωσετούρκικηbitμπιτίζω = αποτελειώνω
Μπλασταριάπέσιμο αλλά και μεγάλος δρασκελισμόςαρχαίαπλατύς,-εία,-ύ
Μπλιγούρσπασμένο σιτάρι,γλυκά τραχανάαρχαίαπνιγούρι<πνίγω
Μποϊφούστα ιση με το ύψοςτούρκικηboyανάστημα
Μπούζκρύοτούρκικηbuzπάγος
Μπουζνάρατσέπηαρχαίαπούς + ζωννυμιζώνη με συγκεκριμένο μήκος
Μπουκέτοανθοδέσμηγαλλικήbouguet
Μπουλάκιμμακάρι (χρησιμοποιείται όταν εύχομαι να γίνει κάτι εναγώνια)
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Μπουλάντσαμπούχτισα
Μποϋλής & μπουϋλήςυψηλόσωμοςτούρκικηboyύψος
Μπουμπέςκατηγορίες, συκοφαντίεςαρχαίαπέμπωΠΑΡΑΓ.πομπεύω = διασύρω, συκοφαντώ, πομπή= συκοφαντία
Μπουμπεύωκατηγορώ, συκοφαντώαρχαίαπέμπωΠΑΡΑΓ.πομπεύω = διασύρω, συκοφαντώ
Μπουμπουτάειάναψεμπουμπουνάειβροντά ουρανός,μεταφ.πήρε φωτιά ,άναψε
Μπουνάτσαζεστός καιρός του χειμώναιταλικήbonazzaνηνεμία,καλός καιρός
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Μπουνταλάςανόητοςτούρκικηbudala
Μπούντραπούδραγαλλικήpundre
Μπούρδατσουβάλιιταλικήburlaμεγάλο σακί
Μπουρίκαπνοδόχοςτούρκικηboruσάλπιγγα
Μπουρσούκασβός
Μπουρτσιάκσπόρος βίκουΑλβανικήgoritseγκορ(ι)τσιά = αγριαπιδιάΙ
Μπουσλούκνιπτήραςαρχαία + τουρκικήπους+olukυδροσωλήνας με συγκεκριμένο μήκος
Μπουχαρίτζάκιτούρκικηbuharατμός, καμινάδα
Μπουχτίζωαγανακτώ, παραχωρταίνωτούρκικηbiktim αόριστ.του bikmakαηδιάζω, αγανακτώ
Μπρατίμςαδελφικός φίλοςβουλγάρικηbratimμπράτιμος = στενός φίλος
Μπρουγκίδιαεργαλείο αργαλειούιταλικήbroccaξυλοκάρφι
Μυταριάφίμωτρο για τα ζώα που απασχολούσαν σε γεωργικές εργασίες για να μην τρώνε την ώρα της δουλειάςαρχαίαμυ-των,μύσσομαι,μύτη
Ν
Νεροστάμνεροχύτηςαρχαίανεαρόν(ύδωρ) > νηρόν >νερό+ στάμνος
Νιβατήειδικά φτιαγμένο ψωμί με λάδι αρχαίαανα-βαίνωΠαραγ.ανεβατός,ή, ό =ανεβατό ψωμί
Νιζιούτσκιςδερμάτινα κορδόνια για τσιαρβούλια
Νικούρκουδακαθισμένος στα γόνατα όπως η αρκούδα ,με λυγισμένα γόνατααρχαία ή αρχαία+ σλάβικηίνα + άρκτος ή ανα+kurkaόπως αρκούδα ή επάνω +διάνος
ΝίλακακόΑραβ.ή περσ.ριζαΣυμφορά
Νιρτσιουμένουςμε σηκωμένες τις τρίχες της κεφαλής
Νισάφεπιτέλους,φτάνει πιάτούρκικηinsafαρκεί, σταμάτα
Νισκιάδσκιερόαρχαίασκιά Ίσκιος = τόπος που δεν χτυπά ο ήλιος
Νισκυρίζωψάχνω, ανιχνεύω, ταρακουνώ
ΝίσμπαΥπόγειοαρχαίανη-σύμπαςνη-=στερητικό μόριο,σύμπας= επίγειος
Νταβλιστήρξύλο με το οποίο έσβηναν ή ανακάτεβαν τα κάρβουνα
Νταγιάντσισταμάτησετούρκικηdayan-dimβαστώ,ανέχομαι
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Νταγρέςντέφιτούρκικηdaireνταϊρές
Ντάϊμασυχνά
Ντάμπιτερχειρότερα
Νταμπλάςδίσκος, συμφορά, κάτι ξαφνικότούρκικηtablaξύλινος δίσκος
Νταρντάναμεγαλόσωμη γυναίκαιταλικήtartanaπαχιά γυναίκα και ψηλή
Νταρ-ντουμάνάνω-κάτω
ΝτεβέςΚαμήλατούρκικηdeve
ΝτελήςΙππέαςτούρκικηdeliτρελός =ριψοκίνδυνος ιππέας
ΝτεντούζουςΑυτός που έχει μεγάλα δόντιαλατινική+ αρχαίαdedο+ούλονντέντο (μονάδα μήκους)+ ούλο(σάρκα πάνω και κάτω από τα δόντια)
Ντιρικώνουμιτεντώνομαι, ορθόνομαι, μεταφ.σηκώνω ανάστημαγαλλική < λατινικήγαλλ. Direct < λατιν. directusντιρέκτ = ευθύς
Ντέρτστεναχώριατούρκικηdertκαημός, λύπη
Ντζιντζιρέςκατσαρόλατούρκικηtencere
Ντιντέϊκουςπονηρός γέρος
Ντιπτίποτα, καθόλουτούρκικηdipεντελώς, ολωσδιόλου
Ντιπάν(ντιμπάν)τιποτένιο,άδειο τύμπανο
Ντιρζώχτυπώ
Ντιρλίκβάσανοτούρκικηdirlikκαλοπέραση
Ντρουβάςσακίδιο με κολατσιό,ταγάριτούρκικηtorbaσακίδιο
Ντουβάρτοίχοςτούρκικηduvar
Ντουγάνξεροκέφαλος,αμαθήςτούρκικηdoganγεράκι
Ντουκάνγεωργικό εργαλείο αλωνίσματος
Ντουμάνσκόνη, καπνόςτούρκικηdumanφωτιά, πολύς καπνός, καταχνιά
Ντούμπρεόρμα αλλά και μακάρι (κακή ευχή)
Ντούρμαεπιμονήιταλική durareντουράρω= βαστώ, αντέχω
Ντουσμάνουςπανούργος
ΝτραγασιάΠρόχειρη καλύβασλάβικηdragaδραγασιά:το παρατήριο του δραγάτη
Ντραγάτςαγροφύλακαςσλάβικηdragaκοιλάδα
Ξ
Ξάωξύνωαρχαίαξύωτρίβω με τα νύχια ή άλλο αιχμηρό
Ξιαστοχώξεχνάωαρχαίαεξ+ αστοχώχάνω το στόχο μου, λησμονώ
ΛέξηΤοπική ερμηνείαΠροέλευσηΕτυμολογίαΑχική σημασία - Παράγωγα
Ξόδτο πλήθος που συνοδεύει το νεκρό,κηδείααρχαίαέξοδον>εξοδεύωέξοδος
Ξουράφξυράφιαρχαίαξυρόν> ξυρ-άφιονμετ.έξυπνος
Ξυλογαιδάραεργαλείο του αργαλειούαρχαίαξύλον+γάδος
Ξυλόχτινοεξάρτημα αργαλειούαρχαίαξύλον + κτείς,κτενός >κτένιονξύλινο χτένι
Ξυνόγαλογιαούρτιαρχαίαόξος> οξ-ίδιον+ γάλαόξινο γάλα, οξύγαλα
Ξύξα, ξύκςχαζή,χαζόςτούρκικηeksikξίκης =βλάκας
Ξυστρίχτένα που έξειναν τα ζώααρχαίαξύω και ξυώΠΑΡΑΓ.ξυστρί= όργανο με το οποίο ξύνουν και καθαρίζουν το σώμα υποζυγίων
Ξύστροςαντικείμενο που έξειναν τα ζυμάρια από τη σκάφηαρχαίαξύω και ξυώΠΑΡΑΓ.ξύστρός= μικρό εργαλείο με το οποίο αποξέονται ξένες ουσίες ή αφαιρείται το επιφανειακό στρώμα αντικειμένου
Ο
Οβάαυγάαρχαίαωά
Οζαντώμισοξαπλώνω
Όκναμπογιά, σκουριά, τεμπελιάαραβική αρχαίαokna όκνοςείδος κόκκινηςβαφής, νωθρότητα
Όλαν κισίαμάν πιά κι εσύ
Όμορφουωραίο
Οντάςδωμάτιοτούρκικηodaξενώνας, δωμάτιο υποδοχής
Όντουκουςαυτό που παρουσιάζεται ξαφνικά
Οδέτςόπως είναι ,όπως έχειαρχαίαού δε ουτωσ-ίσκέτος
ΟύκουσήκωαρχαίασηκόςΠΑΡΑΓ.σηκώνω, σήκωμα
Ουλούκσωλήναςτούρκικηolukλούκι,αγωγός, αυλάκι
Ούρδαμιζήθρα
Ουτζιάκτζάκιτούρκικηocakεστία ,γωνιά
Ούτσιατελευταία

2 σχόλια:

  1. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι αξιέπαινες! Ένα μεγάλο μπράβο στους εκπαιδευτικούς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι αξιέπαινες! Ένα μεγάλο μπράβο στους εκπαιδευτικούς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή